ανδρομήκης

ανδρομήκης
ἀνδρομήκης, -ες (Α)
ισομεγέθης προς άνδρα, εκείνος που το μήκος του είναι ίσο προς το ανδρικό ανάστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνδρομήκης — of a man s height masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀνδρομήκης of a man s height masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀνδρομήκης of a man s height masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρομήκει — ἀνδρομήκης of a man s height masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνδρομήκης of a man s height masc/fem/neut dat sg ἀνδρομήκεϊ , ἀνδρομήκης of a man s height dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρομήκη — ἀνδρομήκης of a man s height neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνδρομήκης of a man s height masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνδρομήκης of a man s height masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρομήκεις — ἀνδρομήκης of a man s height masc/fem acc pl ἀνδρομήκης of a man s height masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρομήκεσι — ἀνδρομήκης of a man s height masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρομήκεσιν — ἀνδρομήκης of a man s height masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρομήκους — ἀνδρομήκης of a man s height masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”